ανακαούρα

ανακαούρα
η изжога

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακαούρα" в других словарях:

  • ανακαούρα — ανακαούρα, η και ανακαΐλα, η και ανάκαψη, η δυσάρεστο αίσθημα στο φάρυγγα: Από το πρωί σήμερα έχω ανακαούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακαούρα — η αίσθημα φλογώσεως στον λάρυγγα, που οφείλεται σε πάθηση τού στομάχου ή σε πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καούρα] …   Dictionary of Greek

  • ανάκαψη — η κάψιμο στον λαιμό, ανακαούρα, ανακαψίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κάψη < καίω] …   Dictionary of Greek

  • ανακαψίλα — η ανακαΐλα, ανακαούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καψίλα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»